περιέργεια

περιέργεια
η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος]
άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων
νεοελλ.
επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι
μσν.-αρχ.
1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα («ἀλλὰ μὴ ἐμὴ περιεργία ᾖ καὶ τὸ ἐρωτῆσαί σε περὶ τούτου», Πλάτ.)
2. υπερβολή στην κατασκευή, την παρασκευή ή την χρήση («α. πεμμάτων περιεργίαι», Λουκιαν.
β. «μύρων ποικίλων περιεργίαις χρώμενοι», Ευσ.)
3. δεισιδαιμονία, ενασχόληση με τη μαγεία (α. «οἰωνιστικῆς περιεργίας», Γρηγ. Νύσσ.
β. «τὴν τῶν ἀφανῶν πνευμάτων περιεργίαν», Ευσ.)
αρχ.
ανώφελη, άχρηστη μάθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιέργεια — η ζωηρή, έντονη επιθυμία να μάθει κανείς κάτι: Τα αρχαία ελληνικά μνημεία κινούν την περιέργεια πολλών ξένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αρρενοπίπης — ἀρρενοπίπης, ο (Μ) αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + *οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)] …   Dictionary of Greek

  • γατομάτης — α και ω και ισσα, ικο αυτός που έχει γατήσια μάτια ως προς το χρώμα ή την πονηριά και την περιέργεια …   Dictionary of Greek

  • γυναικοπίπης — γυναικοπίπης, ο (Μ) αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. *οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”